-
1 ἱπποκορυστής
A marshaller, arranger of chariots,ἀνέρες ἱπποκορυσταί Il.2.1
, 24.677; epith. of the Paeonians, 16.287, 21.205.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱπποκορυστής
См. также в других словарях:
ιπποκορυστής — ἱπποκορυστής, ὁ (Α) 1. αυτός που φοράει περικεφαλαία με χαίτη αλόγου 2. πολεμιστής που μάχεται έφιππος ή πάνω σε άρμα («ἀνέρες ἱπποκορυσταί», Ομ. Ιλ.) 3. επίθ. τών Παιόνων («Παίονας ἱπποκορυστάς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κορυσ τής… … Dictionary of Greek